- ἔμαθες
- μανθάνωlearnaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐξ ὧν ἔπαθες, ἔμαθες. — ἐξ ὧν ἔπαθες, ἔμαθες. См. Беды человека научают мудрости … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
беды человека научают мудрости — (Горе научает.) Что мучит, то и учит. Ср. Dir war das Unglück eine strenge Schule. Несчастье было строгой школой для тебя. Schiller. M. Stuart. 2, 3. Talbot. Ср. Adversity is a great school mistress, as many a poor fellow knows, that hath… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беды человека научают мудрости — Бѣды человѣка научаютъ мудрости. (Горе научаетъ.) Что мучитъ, то и учитъ. Ср. Dir war das Unglück eine strenge Schule. Несчастье было строгой школой для тебя. Schiller. M. Stuart. 2, 3. Talbot. Ср. Adversity is a great school mistress, as many a… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κακοπροαιρεσία — κακοπροαιρεσία, ἡ (Μ) κλίση προς το κακό, προτίμηση προς το κακό, ατυχία («τῆς εἱμαρμένης μου ἔμαθες τὴν κακοπροαιρεσίαν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + προαίρεσις] … Dictionary of Greek
ξεφύλλισμα — το [ξεφυλλίζω] 1. αφαίρεση ή αραίωση τών φύλλων φυτού, η αποκοπή τών περιττών φύλλων και βλαστών ορισμένων φυτών, όπως τού αμπελιού 2. το αυτόματο πέσιμο ή η αφαίρεση τών πετάλων τού άνθους 3. μτφ. βιαστικό και επιπόλαιο διάβασμα βιβλίου με… … Dictionary of Greek
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
τίποτε — και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν άκλ. (αόρ. αντων.) 1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;») 2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;») 3 … Dictionary of Greek
ξέρω — πρτ. ήξερα 1. γνωρίζω, μου είναι γνωστό κάτι: Ήξερε τι τον περίμενε. 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι: Ξέρεις ότι δημοσιεύτηκε η προαγωγή σου; (δηλ. έμαθες, πληροφορήθηκες;) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πώς — επίρρ. τροπ. και ερωτ. 1. με ποιον τρόπο: Πώς το έμαθες; 2. για ποιο λόγο: Πώς θέλησες να τον κατηγορήσεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)